- συντομίας
- συντομίᾱς , συντομίαconcisenessfem acc plσυντομίᾱς , συντομίαconcisenessfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σαβίνοι — Αρχαίος ιταλικός προρωμαϊκός λαός που κατοικούσε σε μια περιοχή του Λάτιου, που απ’ αυτόν πήρε και το όνομα Σαβινία. Στην περιοχή βρίσκονται τα υψηλότερα όρη των κεντρικών Αππενίνων με τις κοιλάδες του Ατέρνο και του Νέρα. Τα εθνικά και ιστορικά… … Dictionary of Greek
παραστοχάζομαι — Α 1. (μτβ.) προσπαθώ να επιτύχω κάτι, σκοπεύω, αποβλέπω σε κάτι («παραστοχάζομαι τής συντομίας», Σέξτ. Εμπ.) 2. (αμτβ.) τιμώ, υπολογίζω, εκτιμώ 3. βγαίνω έξω από τον στόχο μου, αποτυγχάνω … Dictionary of Greek
συγκοπή — (Ιατρ.). Παθολογικό επεισόδιο, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ξαφνική και πρόσκαιρη απώλεια της συνείδησης και συνοδεύεται γενικά από μεταβολές της αναπνευστικής και κυκλοφοριακής λειτουργίας. Το επεισόδιο μπορεί να οφείλεται σε οποιαδήποτε αιτία… … Dictionary of Greek
συντομία — η, ΝΜΑ [σύντομος] 1. η ιδιότητα τού συντόμου, βραχύτητα («οἱ νόμοι διὰ τὴν συντομίαν οὐ διδάσκουσιν, ἀλλ ἐπιτάττουσιν ἅ δεῑ ποιεῑν», Λυκούργ.) 2. μουσ. σημείο απλούστευσης μουσικής γραφής νεοελλ. 1. βραχυλογία 2. φρ. α) «χάριν συντομίας» για… … Dictionary of Greek
Εβδομήκοντα, μετάφραση των- — Η μετάφραση του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική γλώσσα, που έγινε –σύμφωνα με την παράδοση– από ομάδα 72 ελληνιστών Ιουδαίων. Πήρε την ονομασία των Ε. για χάρη συντομίας και παριστάνεται συμβολικά με το γράμμα Ο’. Είναι η πιο … Dictionary of Greek
Κόμπουργκ — I (Coburg). Πόλη (42.798 κάτ. το 2001) της Γερμανίας, στο κρατίδιο της Βαυαρίας. Βρίσκεται κοντά στον ποταμό Ιτς, στην κορυφή ενός λόφου ύψους 300 μ. Στην πόλη εδρεύουν βιομηχανίες υφασμάτων, κεραμικής, πορσελάνης και επίπλων. Το Κ. αποτελείται… … Dictionary of Greek
Πάνινι — (Panini). Ο μεγαλύτερος Ινδός γραμματικός, η δράση του οποίου σημειώθηκε τον 3o ή τον 4o αι. π.Χ. Από τα έργα του σώζεται η περίφημη γραμματική του για την αρχαία ινδική γλώσσα, η Αστρακάμ Πανινιγίαμ, σε οχτώ βιβλία, χωρισμένα το καθένα σε… … Dictionary of Greek
ρητορικά σχήματα — Καθιερωμένοι τύποι όχι κοινών γλωσσικών εκφράσεων, που έχουν σκοπό να καλλωπίζουν τον λόγο. Ως τεχνική του ωραίου γραψίματος, η ρ. διέκρινε το αντικείμενό της σε δυο χωριστές σφαίρες: την επινόηση, δηλαδή την εκλογή και τη διαδοχική σειρά των… … Dictionary of Greek